Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με λίγα λόγια

  • 1 несколько

    несколько κάμποσοι, μερικοί· \несколько человек κάμποσοι άνθρωποι· \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах με λίγα λόγια
    * * *
    κάμποσοι, μερικοί

    не́сколько челове́к — κάμποσοι άνθρωποι

    не́сколько раз — κάμποσες φορές

    в не́скольких слова́х — με λίγα λόγια

    Русско-греческий словарь > несколько

  • 2 словом

    словом
    вводя, сл. μέ λίγα λόγια:
    одним \словом μέ λίγα λόγια.

    Русско-новогреческий словарь > словом

  • 3 излагать

    излагать
    несов ἀφηγούμαι, ἐξιστορῶ, ἐκθέτω/ ἀναπτύσσω (формулировать):
    \излагать в немногих словах ἐκθέτω μέ λίγα λόγια.

    Русско-новогреческий словарь > излагать

  • 4 несколько

    нескольк||о I
    числ. μερικοί, κάμποσοι:
    прошло \несколько лет πέρασαν κάμποσα χρόνια· \несколько человек μερικοί ἀνθρωποί \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах μέ λίγα λόγια
    несколько II
    нареч (в некоторой степени) κάπως, λίγο, κομμάτι:
    он был \несколько удивлен ἀπόρησε λίγο· \несколько да́льше λίγο πιό μακρυά.

    Русско-новогреческий словарь > несколько

  • 5 перебрасыватьс

    перебрасывать||с
    я
    1. ἀνταλλάσσω, πετώ:
    \перебрасыватьсся словами ἀνταλλάσσω λίγα λόγια μέ κάποιον
    2. (распространяться\перебрасыватьс об эпидемии, огне и т. п.) μεταδίδομαι, ἐξαπλώνομαι, μεταφέρομαι·
    3. (перепрыгивать) πηδώ.

    Русско-новогреческий словарь > перебрасыватьс

  • 6 словом

    [σλόβαμ] εισαγ. λέ£ με λίγα λόγια

    Русско-греческий новый словарь > словом

  • 7 словом

    [σλόβαμ] εισαγ. λέ£ με λίγα λόγια

    Русско-эллинский словарь > словом

  • 8 изложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. εκθέτω εξιστορώ, αφηγούμαι αναπτύσσω•

    изложить мн-ние εκθέτω (λέγω) τη γνώμη•

    изложить подробности αφηγούμαι (εκθέτω) λεπτομερειακά•

    изложить в немногих словах εκθέτω με λίγα λόγια (σύντομα).

    Большой русско-греческий словарь > изложить

  • 9 кратко

    επίρ.
    σύντομα, σε συντομία, με λίγα λόγια, κοντολογής, δια βραχέων.

    Большой русско-греческий словарь > кратко

  • 10 немногий

    επ.
    1. (μόνο στον πλθ.) μικρό μέρος μερικοί λίγοι•

    в -их словах με λίγα λόγια•

    -ие вернулись μερικοί γύρισαν.

    2. σε συνδυασμό με
    επ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, ασήμαντα.
    εκφρ.
    за -им дело стало – η καθυστέρηση έγινε από μικροπράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > немногий

  • 11 несколько

    αριθμ. ποσοτ. κάμποσοι, μερικοί•

    несколько раз κάμποσες φορές•

    в -их местах σε μερικά μέρη•

    по -ку από κάμποσο•

    в -их словах με λίγα λόγια, κοντολογής.

    επίρ.
    μερικώς, εν μέρει, λίγο, κατά τι ως ένα βαθμό•

    несколько отвлечься от основой темы απομακρύνομαι λίγο από το κύριο θέμα•

    сделать несколько больше κάνω κάτι παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > несколько

  • 12 односложно

    επίρ.
    σύντομα, με λίγα λόγια, λακωνικά.

    Большой русско-греческий словарь > односложно

  • 13 словом

    (παρνθ. λ.) κοντολογής, με λίγα λόγια, για να μη τα πολυλογούμε.

    Большой русско-греческий словарь > словом

  • 14 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 15 удержать

    удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•

    удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•

    удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•

    кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•

    неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.

    2. δεν αφήνω να φύγει•

    мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.

    3. μτφ. περιορίζω•

    -жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).

    4. αφήνω•

    удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.

    || διατηρώ•

    удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.

    (στρατ.) διατηρώ•

    приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.

    || (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.
    1. κρατιέμαι•

    еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•

    я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

    2. διατηρούμαι• διαρκώ•

    их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.

    || δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•

    отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.

    || παραμένω•

    он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.

    3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•

    удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•

    удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•

    удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > удержать

См. также в других словарях:

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»